χορεύτρια

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

χορεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ χορευτύς, ἡ χορεύουσα, Ἀθαν. τ. 1. σ. 834.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χορευτρια Α
βλ. χορευτής.