χορωδός

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μέλος χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ωδός (< ωδή), πρβλ. τραγωδός].