χρεμέθω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
= χρεμετίζω (neigh, whinny), 3 pl. χρεμέθουσι, and subj. -ωσι, Opp. C. 1.224, 163 ; part. -ων ib. 263, AP 9.295 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1370] = Folgdm; Bian. (IX, 295); Opp. C. 1, 234.
Greek Monolingual
Α
χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρεμετίζω.
Russian (Dvoretsky)
χρεμέθω: (только part. praes. χρεμέθων) Anth. = χρεμετίζω.