χρυσοστήμων
From LSJ
English (LSJ)
χρυσοστήμον, gen. ονος, woven with gold, χιτῶνες Lyd.Mag.3.64.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοστήμων: -ον, ὑφασμένος μὲ χρυσόν, χρυσοΰφαντος, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 64.
Greek Monolingual
-ον, Α
χρυσοΰφαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + στήμων «στημόνι του αργαλειού»].