χρόμιος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, = Folgdm, Anan. u. Epicharm. b. Ath. VII, 282 c.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρόμις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ιος].