χρόμιος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, = Folgdm, Anan. u. Epicharm. b. Ath. VII, 282 c.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρόμις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ιος].