Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].