χωρατεύω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
Ν
1. λέω χωρατά, είμαι χωρατατζής
2. (κυριολ. και μτφ.) αστειεύομαι
3. φρ. α) «ο καιρός σήμερα δεν χωρατεύει»
μτφ. ο καιρός είναι πολύ άσχημος
β) «δεν χωρατεύει το κρύο» — επικρατεί δριμύ κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί μέσω αρχικού τ. χωραϊτεύω (< χωραΐτης < χώρα). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. λ. αστείος (< άστυ)].