ψάκελον
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Full diacritics: ψάκελον | Medium diacritics: ψάκελον | Low diacritics: ψάκελον | Capitals: ΨΑΚΕΛΟΝ |
Transliteration A: psákelon | Transliteration B: psakelon | Transliteration C: psakelon | Beta Code: ya/kelon |
μέγα, Hsch. (cod. μέσα), Suid.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το σφάκελος (II) «ο μεσαίος δάκτυλος»].