τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
ο, Ν1. σκεύος για το καβούρντισμα του καφέ, καβουρντιστήρι2. υπάλληλος ψησταριάς που αναλαμβάνει το ψήσιμο του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ἕψω / ψήνω + επίθημα -της].