ψαίνυσμα

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαίνυσμα Medium diacritics: ψαίνυσμα Low diacritics: ψαίνυσμα Capitals: ΨΑΙΝΥΣΜΑ
Transliteration A: psaínysma Transliteration B: psainysma Transliteration C: psainysma Beta Code: yai/nusma

English (LSJ)

ὀλίγον, Hsch.; cf. ψαῖσμα.

German (Pape)

[Seite 1389] τό, nach Hesych. ein Stückchen, ὀλίγον.

Greek (Liddell-Scott)

ψαίνυσμα: «ὀλίγον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύσματος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. ψαι-νύ-ω (πρβλ. ψαινύντες) + κατάλ. -μα].