ψαθαρός
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
v. ψαθυρός.
German (Pape)
[Seite 1389] = ψαδαρός, Hes.; Ion bei Poll. 10, 177 vom νάρθηξ.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. ψαθυρός.