ψαραγορά

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τόπος όπου γίνεται η αγοραπωλησία ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγορά].