ψαρογένης

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο με γκρίζα γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -γένης (< γένι), πρβλ. κοκκινογένης].