ψαροπούλα

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η, Ν
1. κόρη ψαρά
2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. του ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + -πούλα)].