ψευδόδειπνον
From LSJ
Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt
English (LSJ)
τό, false, unreal repast, A.Fr.258 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1394] τό, falsche, trügerische Speise, Mahlzeit, Aesch. frg. 238 bei Ath. X, 421.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόδειπνον: τό мнимая (ненасыщающая) трапеза Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόδειπνον: τό, ψευδές, οὐχὶ πραγματικὸν δεῖπνον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251.
Greek Monolingual
τὸ, Α
φανταστικό, όχι πραγματικό δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δεῖπνον.