ψηφοειδής

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοειδής Medium diacritics: ψηφοειδής Low diacritics: ψηφοειδής Capitals: ΨΗΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psēphoeidḗs Transliteration B: psēphoeidēs Transliteration C: psifoeidis Beta Code: yhfoeidh/s

English (LSJ)

ψηφοειδές, pebbly, Thphr. De Lapidibus 47.

German (Pape)

[Seite 1397] ές, kieselartig, kieselähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, πλήρης ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με ψηφίδα
2. γεμάτος ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -ειδής].