ψόφαξ

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόφαξ Medium diacritics: ψόφαξ Low diacritics: ψόφαξ Capitals: ΨΟΦΑΞ
Transliteration A: psóphax Transliteration B: psophax Transliteration C: psofaks Beta Code: yo/fac

English (LSJ)

ὁ, noisy fellow, Λεωνίδης ψ. (or Ψ.) κληθείς CIG(add.)3827s (Cotiaeum).

Greek (Liddell-Scott)

ψόφαξ: ὁ, θορυβώδης ἄνθρωπος, Λεωνίδης ὁ ψόφαξ κληθεὶς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3827s.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(για πρόσ.) θορυβώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σπάλαξ)].