ωβριετία

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. άλλη γραφή της ονομασίας του γένους φυτών αουβριετία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < aubrietia, διεθνής ον. του φυτού].