ωροσκόπιο

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek Monolingual

το / ὡροσκόπιον, ΝΑ ὡροσκόπος
νεοελλ.
διάγραμμα της θέσης τών πλανητών και τών ζωδίων στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου για την πρόβλεψη του μέλλοντός του από τους αστρολόγους
αρχ.
ὡροσκοπεῖον.