гробокопатель
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Russian > Greek
ἠριεργής, καταγεώτης, κοπιάτης, νεκροθάπτης, νεκροταφίς, νεκροτάφος, ταφεύς, τυμβοποιός, τυμβοχόος