единокровный

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Russian > Greek

σύναιμος, αὐθαίμων, ὅμαιμος, ὁμοπάτριος