αὐθαίμων
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
αὐθαίμον, gen. ονος, (αἷμα) of the same blood, brother, sister, kinsman, S.Tr.1041 (lyr.):—also αὔθαιμος, ον, Id.OC1078, AP7.707 (Diosc.).
Spanish (DGE)
-ον
hermano ὦ Διός αὔ. (Ἀΐδας) S.Tr.1041, αὐ. ἐμός Lyc.1446.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est du même sang, frère, sœur.
Étymologie: αὐτός, αἷμα.
German (Pape)
von demselben Blute, verschwistert, Soph. Tr. 1030, Bruder; sp.D., z.B. Lycophr. 1446.
Russian (Dvoretsky)
αὐθαίμων: 2, gen. ονος единокровный, родной по крови Soph.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθαίμων: -ον, γεν. ονος, (αἷμα) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος, ἀδελφός, ἀδελφή, συγγενής, Σοφ. Τρ. 1041· οὕτω καὶ αὔθαιμος, ον, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1078, Ἀνθ. Π. 7. 707.
Greek Monotonic
αὐθαίμων: -ον, γεν. -ονος (αἷμα), αυτός που προέρχεται από το ίδιο αίμα, αδελφός, αδελφή, συγγενής, σε Σοφ.· ομοίως, αὐθαιμός, -όν, στον ίδ.
Middle Liddell
αἷμα
of the same blood, a brother, sister, kinsman, Soph.; so αὔθαιμος, ον, Soph.