непримиримый
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Russian > Greek
ἄμικτος, ἀσυνάλλακτος, ἀκήρυκτος, ἀδιάλλακτος, ἀκατάλλακτος, ἄσπειστος, ἀσύμβατος, ἀξύμβατος, ἀσυνάρμοστος, δυσμείλικτος, δυσκατάλλακτος, δυσδιάλυτος, ἀνήκεστος