Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
ἀριθμός, χῶρος, διάλειμμα, ἀραίωμα, μεσηγύ, μεσσηγύ, μεταίχμιον, μεταξύτης, ὑπόφαυσις, διάστασις, διάσπασις, χάλασμα, διάστημα, μέσον, μέσσον, διαφυή, χώρα