пурпурный
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Russian > Greek
πορφυροειδής, πορφύρεος, πορφυροῦς, ὑακίνθινος, ἁλουργής, ὑσγινοβαφής, φοινικόβαπτος, φοῖνιξ, φοίνιξ, ἁλιανθής, φοινίκεος, φοινικοῦς, φοινίκιος, φοινικιοῦς