тройной
From LSJ
Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...
Russian > Greek
τρίπαλτος, τριέλικτος, τρίχαλος, τρίκλωστος, τριπλόος, τριπλοῦς, τρίμοιρος, τρίπλαξ, τρίπτυχος, τριφάσιος, τρίδυμος, τρίσπονδος, τρισσός, τριχθάδιος, τριπλάσιος