узкий
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Russian > Greek
ἀκριβής, ἄπλευρος, ἀραιός, ἁραιός, βραχύπορος, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἰσχνός, λαγαρός, λεπτός, στεινόπορος, στεινός, στεινωπός, στενόπορθμος, στενόπορος, στενός, στενωπός