ἀβλεπτέω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
overlook, disregard, τὸ πρέπον Plb.30.6.4, Anon. ap. Suid.; Pass., τὰ ἀβλεπτηθέντα Hp.Decent.13.
Spanish (DGE)
1 no mirar, descuidar, desatender τὸ πρέπον Plb.30.6.4, cf. s.cont. Phld.Elect.8.21, διάνοιξον τὰ ὄμματα τῆς καρδίας καὶ μή ἀβλέπτει Epiph.Const.Haer.62.5.1
•abs. obrar de modo inconsciente, sin miramiento οἱ ἀβλεπτοῦντες Plb.Fr.91, ἀβλεπτεῖν ὑπὸ τῆς ἐμφύτου κακίας ser un inconsciente por su innata debilidad Eus.HE 10.8.8.
2 pas. aor. no haber sido visto, pasar desapercibido ἀβλεπτηθέντα κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὑπουργίης Hp.Decent.13
•tard. act. pres. no ver ἐν τοῖς φωτεινοῖς καὶ φανε[ροῖς] ἀ. Didym.in Iob 125.21, ἀβλεπτοῦμεν διὰ τὸ τῆς ἠέρος ... παχύ Eust.1121.48.
German (Pape)
[Seite 3] Sp. nicht sehen, Pol. 36, 6; versehen, 8p.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλεπτέω: не видеть, не замечать (τὸ πρέπον Polyb.).