ἀγαλμοειδής
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
ἀγαλμοειδές, f.l. for ἀγλαοειδής, q.v.
Spanish (DGE)
-ές
escultural, como una estatua Ἔρως Eurytus Mel.1 (cód., v. ἀγλαομειδής).
German (Pape)
[Seite 8] ές, bildschön, Frg. bei Lyd. de ostent. p. 282. S. ἀγλαομειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλμοειδής: -ές, ὡραῖος ὡς ἄγαλμα, Ἔρως, ποιητὴς παρ’ Ἰω. Λυδ. σ. 117. 18, Βέκκ.