ἀδιάκοπος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἀδιάκοπον, unbroken, uninterrupted, χάρακες Aristeas139; συνέχεια Herod. ap. Orib.7.8.4; λόγος Ph.1.81, cf. Porph.Plot.8. Adv. ἀδιακόπως Hero *Deff.37, Ulp.ad D.18.308, Steph.in Hp.1.149 D.
Spanish (DGE)
-ον
1 no interrumpido, ininterrumpido χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, γένεσις Phlp.Aet.99.21, αὔξησις Procl.in Ti.1.120.25, λόγος Ph.1.81, διάνοια Porph.Plot.8.
2 adv. ἀδιακόπως = ininterrumpidamente Hero Def.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.in Hp.Progn.170.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκοπος: -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, ἄθραυστος, μὴ διακεκομμένος, λόγος, Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ.
German (Pape)
unzertrennt, Philo, Jos.