ἀκολόβωτος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολόβωτος Medium diacritics: ἀκολόβωτος Low diacritics: ακολόβωτος Capitals: ΑΚΟΛΟΒΩΤΟΣ
Transliteration A: akolóbōtos Transliteration B: akolobōtos Transliteration C: akolovotos Beta Code: a)kolo/bwtos

English (LSJ)

ἀκολόβωτον, not curtailed, Eust.727.39.

Spanish (DGE)

-ον
no mutilado, incólume de las víctimas del sacrificio ζῷα ἀκολόβωτα Tz.Ex.84.11L., cf. Sch.A.Th.820d
gram. no abreviado λόγος Eust.727.39.

German (Pape)

[Seite 76] unverstümmelt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολόβωτος: -ον, ὁ μὴ κολοβωθείς, Εὐστ. 727. 39.

Greek Monolingual

-η, -ο κολοβώνω
αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό.