Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτόχρως

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτόχρως Medium diacritics: ἀλφιτόχρως Low diacritics: αλφιτόχρως Capitals: ΑΛΦΙΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: alphitóchrōs Transliteration B: alphitochrōs Transliteration C: alfitochros Beta Code: a)lfito/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, of the colour of barley-meal, κεφαλὴ ἀ. powdered, i.e. mangy head, Ar.Fr.533.

Spanish (DGE)

-ωτος
adj. del color de la harina de cebada e.d. gris, canosa κεφαλή Ar.Fr.533.

German (Pape)

[Seite 112] mehlfarbig, grau, κεφαλή Ar. B. A. 386.

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτόχρως: ωτος adj. цвета ячменной муки, т. е. седой (κεφαλή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, πολιά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.

Greek Monolingual

ἀλφιτόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει το χρώμα κριθαρένιου αλευριού, γκρίζος, ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -χρως < χρὼς «χρῶμα»].