ἀμέθυσος

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 120] sp. Form für ἀμέθυστος.

Spanish (DGE)

(ἀμέθῠσος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ἀμέθυσσ- metri causa Triph.70]
1 amatista ἀ. λίθος Cyran.6.3, ἁ λίθος ἔστ' ἀμέθυσος, ἐγὼ δ' ὁ πότας Διόνυσος AP 9.748 (Pl.Iun.), de los ojos del caballo de Troya γλαυκῆς βηρύλλοιο καὶ αἱμαλέης ἀμεθύσσου Triph.70.
2 cierta planta Hsch.