ἀμβλωθρίδιος
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον, abortifacient, causing abortion, Aret. CA 2.11
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμβλοθρίδιον Hsch.
I adj.
1 abortivo φάρμακα Thdt.Affect.9.52, Basil.M.32.677A, φάρμακον Poll.2.7.
2 abortado, que es un aborto ἔμβρυον Thdt.M.82.352A, κύημα Tz.ad Hes.11
•fig. aborto, malo, mal formado ἀνέχομαι καὶ δευτέρων ὠδίνων ... ἀμβλωθριδίων ὑμῶν γενομένων Thdt.M.82.489B, del libro de Eunomio, Gr.Nyss.Eun.1.6, de los judíos γεννήματα τοῦ Ἀβραὰμ ἀμβλωθρίδια Ast.Am.Hom.14.14.3.
II subst. τὸ ἀμβλωθρίδιον
1 droga abortiva τὰς τοῖς ἀμβλωθριδίοις χρωμένας ἀνδροφωνεῖν ... φαμεν Athenag.Leg.35.6, cf. Poll.2.7.
2 aborto, feto Ph.1.274, Harp., Chrys.M.61.660, Hsch.
3 acción de abortar, aborto Aret.SA 2.11.3.