ἀμφίπολις
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ,
A encompassing city, ἀνάγκη ἀμφίπτολις A.Ch.75 (lyr.).
II Subst. ἀ., ἡ, city encompassed by a river, as pr. n., Th.4.102, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, ὁ περιβάλλων ἢ ἡ περιβάλλουσα πόλιν τινά ἀνάγκη ἀμφίπτολις, necessitas urbi circumdata (Βλωμφ.), ἐπὶ πόλεως ἁλούσης δι’ ἀποκλεισμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 74· πρβλ. ἀμφιτειχής. ΙΙ. ὡς οὐσ. ἀμφίπολις, ἡ μεταξὺ δύο θαλασσῶν ἢ ποταμῶν πόλις, ἴδε Θουκ. 4. 102.
Greek Monolingual
ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πόλις.
Greek Monotonic
ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφί-πτολις, ὁ, ἡ,
I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.
II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. encompassing a city, of a city taken by blockade, Aesch.
II. as fem. Subst. a city between two seas or rivers, Thuc.