ἀμφισβητῶ

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Mantoulidis Etymological

(=προχωρῶ χωριστά, διαφωνῶ, φιλονεικῶ). Ἀπό τό ἀμφίς + βῆναι τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἀμφισβητῶ: ἀμφισβήτημα, ἀμφισβητήσιμος, ἀμφισβήτησις, ἀμφισβητητέον, ἀμφισβητικός, ἀναμφισβήτητος, ἀναμφισβητήτως.