ἀνάρδευτος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 205] unbenetzt, trocken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρδευτος: -ον, ἀπότιστος, ξηρός, Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565.
Spanish (DGE)
carente de agua, no regado γῆ Cyr.Al.M.71.924C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρδευτος, -ον)
αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί.