ἀνάφανσις
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A appearance, Anon.in Ptol.Tetr.5.
II v. ἄμφανσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάφανσις: ἡ, τὸ ἀναφαίνεσθαι, «ὑπερέθετο τὸ ἔργον εἰς ἀνάφανσιν ἔαρος» Νικήτ. Χρον. σ. 255.
Greek Monolingual
ἀνάφανσις, ἡ (ΜΑ ἀναφαίνω
επανεμφάνιση.