ἀνέκκλητος

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκκλητος Medium diacritics: ἀνέκκλητος Low diacritics: ανέκκλητος Capitals: ΑΝΕΚΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anékklētos Transliteration B: anekklētos Transliteration C: anekklitos Beta Code: a)ne/kklhtos

English (LSJ)

ἀνέκκλητον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104.
2 = ἀνέλκλητος. Adv. ἀνεκκλήτως GDI1723, 1729 (Delph.).

Spanish (DGE)

-ον
1 no desafiado, IUrb.Rom.239.11, 240.11.
2 adv. -ως irreprochablemente, GDI 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέκκλητος, -ον)
αρχ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος
νεοελλ.
(για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός.