ἀνήλωσα

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀναλίσκω.

Greek Monotonic

ἀνήλωσα: αόρ. αʹ του ἀναλίσκω.