ἀναιρετήριος

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρετήριος Medium diacritics: ἀναιρετήριος Low diacritics: αναιρετήριος Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: anairetḗrios Transliteration B: anairetērios Transliteration C: anairetirios Beta Code: a)naireth/rios

English (LSJ)

α, ον, = ἀναιρετικός, Tz. ad Hes.Op. 142.

Spanish (DGE)

-α, -ον
destructivo χαλκός Procl.ad Hes.Op.142 (exégesis de Tz.p.109).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιρετήριος: ὁ, = ἀναιρετικός, παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142.

Greek Monolingual

ἀναιρετήριος, -α, -ον (Μ) ἀναιρέτης
ο αναιρετικός.