ἀναιρέτης

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρέτης Medium diacritics: ἀναιρέτης Low diacritics: αναιρέτης Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: anairétēs Transliteration B: anairetēs Transliteration C: anairetis Beta Code: a)naire/ths

English (LSJ)

ἀναιρέτου, ὁ,
A destroyer, murderer, Sch.Ar.Pl.1147.
II Astrol., Anareta, a planet cutting short human life, Balbill. in Cat. Cod.Astr.8(4).236.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναιρετής Hsch.; fem. ἀναιρέτις, -ιδος, ἡ Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).236
1 destructor, aniquilador τῶν τυράννων Sch.Ar.Pl.1146, τῶν ξένων Sch.A.Pr.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. ἐκτομεύς Hsch.
2 astrol. de los planetas que acorta la vida, maléfico op. ἀγαθοποιός: τὸν δὲ Ἄρη ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53.

German (Pape)

[Seite 189] ὁ, der Vernichter, Mörder, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιρέτης: -ου, ὁ, καταστροφεύς, δολοφόνος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1147, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 190. - «ἀναιρέτης˙ φονευτής, ἐκτομεύς», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναιρέτης, ο (θηλ. -έτις) (ΑΜ) ἀναιρῶ
αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς.