ἀνακαθίνυμαι
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Spanish (DGE)
incorporarse, sentarse ἀνακαθίνυσθαι θέλουσι (οἱ πλευριτικοί) Aret.SA 1.10.5
•c. ac. int. ἀνακαθίνυσθαι ἐθέλουσι σχῆμα ὄρθιον ἐς ἀναπνοήν Aret.SA 2.1.3.