ἀναχώνευσις
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-εως, ἡ, melting down, εἰκόνων Ephes.2No.23.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fundición, refundición τῶν εἰκώνων IEphesos 25.22 (II d.C.), cf. Meth.Res.1.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχώνευσις: ἡ, τὸ ἀναχωνεύειν, ἡ μεταβολή, Ἰω. Χρυσ. Ἐπιφάν. Εὐστάθ. κτλ.