ἀνδραπόδεσσι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
v. ἀνδράποδον.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ἀνδράποδον.
Greek Monotonic
ἀνδραπόδεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του ἀνδράποδον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδραπόδεσσι: эп. dat. pl. к ἀνδράποδον.