ἀνδρεράστρια
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ἡ, woman that is fond of men, Ar.Th.392 (ἀνδρεάστρια cod. R).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mujer aficionada a los hombres Ar.Th.392, cf. Phryn.PS p.34B.
German (Pape)
[Seite 217] ἡ, Männerliebhaberin, Ar. Th. 392.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρεράστρια: ἡ мужелюбивая женщина Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρεράστρια: ἡ, ἡ ἐμμανῶς ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας, τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστρίας καλῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. - «ἀνδρεράστρια γυνή, ἡ ἐπιμαινομένη ἀνδράσιν ἢ ἐρῶσα ἄλλου καὶ ἄλλου» Α. Β. 21, 12.
Greek Monolingual
ἀνδρεράστρια, ἡ (Α)
γυναίκα που αγαπάει πολλούς άνδρες.