γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ἀνεκλείπτως: непрерывно, безостановочно (χορηγεῖν τινι τὰς μισθοφορίας Diod.).
indefectiblemente, ininterrumpidamente