ἀνεκλείπτως

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκλείπτως: непрерывно, безостановочно (χορηγεῖν τινι τὰς μισθοφορίας Diod.).

Spanish

indefectiblemente, ininterrumpidamente