ἀνεννόητος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεννόητος Medium diacritics: ἀνεννόητος Low diacritics: ανεννόητος Capitals: ΑΝΕΝΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: anennóētos Transliteration B: anennoētos Transliteration C: anennoitos Beta Code: a)nenno/htos

English (LSJ)

ἀνεννόητον,
A without conception of, τινός Plb 2.35.6, Phld.Herc.862.9, D.S.1.8, Plot.6.7.29, Procl. inPrm.p.484 S.; foll. by indirect qn., Alex.Aphr.de An. 175.14. Adv. ἀνεννοήτως = without the use of concepts, Eustr. inEN40.7; without discursive thought, i.e. by intuition, Porph.Sent.10.
II inconceivable, Cleom.2.1; ἐννοεῖν τὰ ἀνεννόητα Dam.Pr.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1abs. inconcebible, inimaginable, fuera de toda comprensión ἀνεννόητον ἡμῖν πεποιήκασι τὸ μακάριον, διὰ δὲ τοῦτο καὶ τὸν θεόν S.E.P.3.5, ἐννοεῖν τὰ ἀνεννόητα Dam.Pr.7, cf. Cleom.2.1.74, de Dios τὸν αὐτὸν τρόπον ὁ ἄπειρος καὶ ἀνεννόητος Θεός Mac.Aeg.M.34.480B, de la sabiduría divina, Meth.Symp.8.16 (p.105.11), de la unión de las naturalezas de Cristo, Leont.Byz.M.86.2005D.
2 ignorante, no conocedor c. gen. obj. τούτων Plb.2.35.6, τῆς μάχης καὶ τῆς βαρβαρικῆς χρείας Plb.Fr.6, τροφῆς δ' ἡμέρου παντελῶς ἀνεννοήτους (los hombres primitivos) totalmente desconocedores de un alimento civilizado D.S.1.8, cf. Phld.Herc.862.9 (Scott Fr.Herc.Oxford 1885, p.319), Plot.6.7.29, Procl.in Prm.633.19
que no se cuida de, sin inquietud por de Caín ἀνεννόητος ... αὐτοῦ [τοῦ θεοῦ] γεγενημένος Procop.Gaz.M.87.253A
c. interr. indir., Alex.Aphr.de An.175.14.
3 subst. τὸ ἀνεννόητον = lo incognoscible τοῦ Πατρός Iren.Lugd.Haer.1.15.5.
II adv. ἀνεννοήτως = intuitivamente Porph.Sent.10, cf. Eustr.in EN 40.7.

German (Pape)

[Seite 223] ohne Begriff od. Vorstellung von etwas, unbekannt mit, τινός, Pol. 2, 35; D. Sic. 1, 8; unbegreiflich.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεννόητος: не имеющий понятия (τινος Polyb., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεννόητος: -ον, ὁ μὴ ἔχων τὴν ἔννοιάν τινος, ὁ μὴ ἐννοῶν τι, τινὸς Πολύβ. 2. 35, 6., 11. 8, 3, Διόδ. 1. 8, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνεννόητος, -ον (AM)
1. εκείνος που δεν εννοεί κάτι, που δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια κάποιου πράγματος
2. εκείνος που δεν μπορεί να τον συλλάβει ο νους, αδιανόητος.