ἀνθράκωμα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰ́κωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

-ατος, τό, heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.